ἱδρωτοειδῶς

ἱδρωτοειδῶς
ἱδρ-ωτοειδῶς, Adv.
A after the manner of sweat,

κενοῦσθαι Steph.in Hp.1.112

D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιδρωτοειδώς — ἱδρωτοειδῶς (Μ) επίρρ. σαν ιδρώτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιδρωτοειδής] …   Dictionary of Greek

  • ἱδρωτοειδῶς — after the manner of sweat indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”